διεσπαρμένος

διεσπαρμένος
διασπείρω
scatter
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυσπερής — ές και βοιωτ. τ. πληθ. αρσ. πολουσπερίες, Α διεσπαρμένος σε πολλά μέρη («πολυσπερὴς καθ Ἑλλάδα φήμη πλανᾱται», Θεοδοτ.) 2. καρποφόρος, γόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θ. σπερ τού σπείρω* + κατάλ. ής] …   Dictionary of Greek

  • σκόρπιος — I (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στο Ζυγό και στον Τοξότη. Αποτελείται από πολλά λαμπρά αστέρια, δεύτερου και τρίτου κυρίως μεγέθους, το σύνολο των οποίων σχηματίζει το σχήμα του σκορπιού. Το λαμπρότερο απ’ αυτά …   Dictionary of Greek

  • σπαρνός — ή, όν, Α 1. σπάνιος, αυτός που δεν συμβαίνει συχνά («σπαρνὸν γὰρ ὅτ Ἄρτεμις ἄστυ κάτεισιν», Καλλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀραιός, διεσπαρμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος ποιητ. τ. ρηματικού επιθ. τού ρ. σπείρω, σχηματισμένος από τη συνεσταλμένη βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

  • σπαρτός — ή, ό / σπαρτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (για αγρό) σπαρμένος, καλλιεργημένος 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) οἱ Σπαρτοί μυθ. οπλισμένοι άνδρες οι οποίοι, κατά την παράδοση, φύτρωσαν από τα δόντια τού δράκοντα που έσπειρε ο Κάδμος στη Βοιωτία και από τους οποίους …   Dictionary of Greek

  • σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… …   Dictionary of Greek

  • Άκρε — (Acre). Πολιτεία (153.150 τ. χλμ., 597.700 κάτ. το 2002) της Βραζιλίας, στα σύνορα με το Περού και τη Βολιβία. Ο πληθυσμός της είναι διεσπαρμένος σε χωριά κατά μήκος των πλωτών ποταμών, επειδή τον προσέλκυσε εκεί κυρίως η εκμετάλλευση του… …   Dictionary of Greek

  • διασπείρομαι — βλ. πίν. 229 (μόνο στον ενεστ.), διεσπαρμένος …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ՊԱՏԱՌԱՏՈՒՆ — ( ) NBH 2 0604 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 11c, 13c, 14c ա. διερρηγμένος, διεσπαρμένος, διερρωγώς , κατερρωγώς fissus, diruptus, disruptus ῤακῶδης pannosus. որ գրի եւ ՊԱՏԱՌՈՏՈՒՆ, ՊԱՏԱՌՈՏԻ. Չարաչար պատառեալ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”